- δινορεύματα
- Ρεύματα που κυκλοφορούν στο εσωτερικό των αγωγών, όταν αυτοί βρεθούν μέσα σε μεταβλητά μαγνητικά πεδία. Τα ρεύματα αυτά οφείλονται στο φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής και έχουν τέτοια φορά ώστε οι δυνάμεις Λαπλάς που ασκούνται πάνω τους να τείνουν να αναιρέσουν το αίτιο της επαγωγής (κανόνας του Λέιτζ). Μπορούν ακόμα να προκληθούν από σταθερό μαγνητικό πεδίο, περιορισμένο σε μία περιοχή ενός κινούμενου μετάλλου. Η ονομασία τους προέρχεται από την εικόνα ροής τους που μοιάζει με δίνη. Για παράδειγμα, οι δυνάμεις που ασκούνται σε μία μεταλλική πλάκα που κινείται σε ανομοιογενές μαγνητικό πεδίο τείνουν να αναιρέσουν την κίνησή της και έτσι προκαλείται ένα φαινόμενο ανάλογο προς την τριβή. Τα δ. προκαλούν απώλεια ενέργειας και ανεπιθύμητη θέρμανση των μεταλλικών μερών στα οποία κυκλοφορούν. Γι’ αυτό συνηθίζεται οι σιδερένιοι πυρήνες των κινητήρων εναλλασσόμενου ρεύματος και των μετασχηματιστών να μην κατασκευάζονται ολόσωμοι, αλλά από λεπτά σιδερένια φύλλα, τα οποία απομονώνονται μεταξύ τους με επίστρωση από βερνίκι. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα δ. είναι χρήσιμα, όπως για παράδειγμα στην επαγωγική θέρμανση δυναμομηχανής υψηλής έντασης ή σε πολλά όργανα μέτρησης, που χρησιμοποιούνται για την πέδηση του κινητού μέρους. Επίσης, οι μεταλλικοί ανιχνευτές λειτουργούν εντοπίζοντας δ. σε μεταλλικά αντικείμενα. Τα δ. λέγονται επίσης και ρεύματα Φουκό.
Dictionary of Greek. 2013.